- μυστήριος
- α, ο 1. странный, непонятный, загадочный;
μυστήριος άνθρωπος — странный человек, загадочная личность;
2. (о, η ) странный человек, чудак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυστήριος άνθρωπος — странный человек, загадочная личность;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυστήριος — α, ο (Μ μυστήριος, ία, ον) το ουδ. ως ουσ. βλ. μυστήριο νεοελλ. παράξενος, μυστηριώδης, ακατανόητος μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυστήριος α) μύστης β) κοινωνός, έμπιστος. επίρρ... μυστηρίως (Α) μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το… … Dictionary of Greek
μυστήριος — α, ο άνθρωπος παράξενος, αινιγματικός, ύποπτος: Στο διπλανό διαμέρισμα μένει ένας μυστήριος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
μυστηρίως — (Α) επίρρ. βλ. μυστήριος … Dictionary of Greek